ἀναθεματισμένος

ἀναθεματισμένος
ἀ̱ναθεματισμένος , ἀναθεματίζω
devote to evil
perf part mp masc nom sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναθεματισμένος — η, ο μετοχή παθητικού παρακειμένου τού αναθεματίζω …   Dictionary of Greek

  • αναθεματίζομαι — αναθεματίζομαι, αναθεματίστηκα, αναθεματισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: αναθεματίζομαι : η μτχ. αναθεματισμένος χρησιμοποιείται και ως επίθετο και ως ουσιαστικό (→ αυτός που αξίζει ανάθεμα, κατάρα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναθεματίζω — (Α ἀναθεματίζω) 1. καταριέμαι, βλασφημώ 2. (παθ. μτχ.) αναθεματισμένος, η, ο (αρχ. μσν. ἀνατεθεματισμένος, η, ον) ο άξιος κατάρας ή αποστροφής, καταραμένος (Εκκλ.) παραδίδω κάποιον στο ανάθεμα, αποκηρύσσω, καταδικάζω, αφορίζω αρχ. προσφέρω ως… …   Dictionary of Greek

  • επάρατος — η, ο 1. που είναι επιβαρημένος με κατάρα, καταραμένος, αναθεματισμένος. 2. μτφ., απαίσιος, αποτρόπαιος, μισητός: Επάρατη αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταραμένος — η, ο ο άξιος κατάρας, αναθεματισμένος: Να μην τον ξαναδώ μπροστά μου τον καταραμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”